- ελευθεροτεκτονικός
- -ή, -όο τεκτονικός, που είναι των ελευθεροτεκτόνων (βλ λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ελευθεροτεκτονικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ελευθεροτέκτονες … Dictionary of Greek
μασονικός — ή, ό [μασόνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μασόνους ή στη μασονία, ελευθεροτεκτονικός … Dictionary of Greek